Το Έντεκα – Η Πανδώρα
Πρόκειται για έναν από τους πιο γνωστούς σκοπούς της Κεντρικής και κυρίως της Δυτικής Μακεδονίας. Η μελωδία του αποτελείται από δύο μουσικές φράσεις, που καλύπτουν αντίστοιχα τους δύο στίχους κάθε δίστιχου. Ο γρήγορος εννεάσημος ρυθμός δημιουργεί μεγάλη ευθυμία και δίνει στους χορευτές μεγάλη ευχέρεια για αυτοσχεδιασμούς. Χορεύεται με στροφές, πηδήματα και ελαφρά καθίσματα και χαρακτηρίζεται από απόλυτη ελευθερία φόρμας, γι’ αυτό και είναι γνωστός και ως Ξετσάκωτος και Σκόρπιος. Στη Σιάτιστα τον λένε Αγιοβασιλιάτικο επειδή από παλιά συνηθιζόταν πολύ στις γιορτές του Δωδεκαημέρου, που για την περιοχή αυτή είναι οι κατ’ εξοχήν καρναβαλικές γιορτές. Γιατί το Έντεκα είναι χορός που εκφράζει θαυμάσια το δυναμικό και εκρηκτικό πνεύμα της Αποκριάς. Στην Κοζάνη εκείνη την περίοδο χορεύεται συνέχεια στους δρόμους, στις πλατείες στους Φανούς, στους χορούς, στα κλάμπ, στα σπίτια. Παντού!
Υπάρχουν κάποιες βασικές στροφές που τραγουδιούνται στο ρυθμό του Έντεκα στις περισσότερες περιοχές που συναντάμε το σκοπό αυτό.
Τι ‘θελα και σ’ αγαπούσα
κι δεν κάθουμαν καλά.
Πήρα ζάλη στο κεφάλι
δυο μαχαίρια στην καρδιά.
Τα ωραία σου τα μάτια
στον καθρέφτη μην τα δεις
γιατί μόνη σου αγαπιέσαι
και εμένα λησμονείς.
Κίνησα να ‘ρθω το βράδυ
μ΄ έπιασε ψιλή βροχή
το Θεό παρακαλούσα
για να σε ‘βρω μοναχή.
Ούτε μοναχή σε βρίσκω
ούτε με τη μάνα σου
μου σε βρίσκω στο σεργιάνι
με τις φιλενάδες σου.
Παράλληλα όμως ορισμένες περιοχές πρόσθεσαν και τα δικά τους στιχουργήματα με αναφορές σε στοιχεία της τοπικής ζωής. Στην Κοζάνη τραγουδούν στη συνέχεια:
Στ’ Άη-Δημήτρη του σχουλειό
πααίν τα παρταλόπλα
να μαθαίνουν γράμματα
να παίζουν με τα όπλα.
(ή να παίρνουν κι τα όπλα)
Και για να ισορροπήσουν τα πράγματα από πλευράς συνοικιών:
Μ’ έπλιξιν η μάνα μου
Κόκκινα καλτσάκια
Να περρπατώ, να ρίχνουμι
Στης Σκ’ ρκας τα σουκάκια
Όσον αφορά την ονομασία του τώρα, ο Δρανδάκης ομολογεί ότι γι’ αυτόν παραμένει άγνωστης προέλευσης, ενώ ο Ρούμπης υιοθετεί την εκδοχή που είναι και η πιο διαδεδομένη στην Κοζάνη: «Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Τούρκοι επέβαλαν απαγόρευση στις μετακινήσεις από τις έντεκα το βράδυ και μετά. Οι Έλληνες λοιπόν φεύγοντας από τα καφενεία και διαλύοντας τις παρέες τους αυτή την ώρα χόρευαν αυτό το χορό, που το ονόμασαν Έντεκα».
Μια δεύτερη εκδοχή, που προσωπικά μου φαίνεται πιο πιθανή, είναι αυτή που μου ανέφερε ο κ. Πάρις Καραχάλιος μάεστρος της Φιλαρμονικής του Δήμου, μεταφέροντας τις απόψεις των Γ.Θάνου και Γ. Τιάλιου, παλιού προέδρου και μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της Πανδώρας αντίστοιχα. Στις πολλές αφηγήσεις τους που αφορούσαν τα χρόνια της μαθήτευσης τους στην Πανδώρα πολύ πριν από τον πόλεμο, οι δύο μουσικοί έκαναν λόγο και για ένα μουσικό τετράδιο στο οποίο έγραφαν τα τραγούδια που μάθαιναν και έπαιζαν, με την απαραίτητη αρίθμηση που συνηθίζεται σ ‘ αυτές τις περιπτώσεις. Ο αποκαλούμενος εκείνη την εποχή Σκορπιός, λοιπόν έτυχε να έχει τον αριθμό έντεκα, και καθώς συχνά δάσκαλοι και μαθητές της Πανδώρας τον ανέφερναν με τον αριθμό του, σιγά-σιγά το «έντεκα» καθιερώθηκε και σαν ονομασία του συγκεκριμένου χορού, στην αρχή μεταξύ των μουσικών και στη συνέχεια σ’ όλη την πόλη.
Όποια και να ‘ναι η προέλευση της ονομασίας του πάντως, το Έντεκα είναι το ηχητικό σήμα κατατεθέν της Κοζανίτικης Αποκριάς και ο χορός που κατ’ εξοχήν την εκπροσωπεί, καθώς επιτρέπει την ελεύθερη και ανεξάρτητη από άλλους χορευτές κίνηση του κάθε ατόμου, του δίνει τη δυνατότητα να χορεύει αποκλειστικά για τον εαυτό του, να κινείται μέσα στους δρόμους του πανηγυριού και να ακολουθεί όποια χορευτική παρόρμηση αισθανθεί μέσα στην τρέλα της αποκριάτικης ατμόσφαιρας.
Το οργανικό σύνολο όμως που δίνει το ξεχωριστό ηχητικό χρώμα στις Αποκριές μας, συνεπαίρνει και απογειώνει τις ψυχές μας και κάνει τα πόδια να χορεύουν από μόνα τους, είναι η Φιλαρμονική του Δήμου:
Η Πανδώρα
Αυτή η απήχηση που έχει η παρουσία της Πανδώρας εκείνες τις μέρες στο σύνολο των ενηλίκων Κοζανιτών μπορεί να έχει τις ρίζες της στην εποχή που σαν παιδιά την περίμεναν ντυμένα καρναβάλια να περάσει από το μαχαλά τους για να την ακολουθήσουν χορεύοντας από πίσω. «Από πότε θυμάσαι την Πανδώρα στην Αποκριά;» ρώτησα διάφορους συνομήλικους αυτές τις μέρες. «Από πάντα!» ήταν η σταθερή απάντηση όλων.
Αν θέλουμε να βρούμε από πότε δίνει το παρόν στην ζωή της πόλης θα πρέπει να ανατρέξουμε στις αρχές του αιώνα και συγκεκριμένα στο 1902, οπότε και συστάθηκε ως Μουσικοφιλογικός σύλλογος με την επωνυμία «Μορφωτική αδελφότης Κοζάνης». Κατά των Ι.Α. Ζήρα μάλιστα η ίδρυση της μαζί με την ίδρυση του Γυμνασίου έδωσε αφορμή για την μετατόπιση των «Κοζανίτικων Καρναβαλιών» από το Δωδεκαήμερο στις Αποκριές, «διότι από τότε άρχισε κάποια εξαιρετική μορφωτική πρόοδος».
Ο ρόλος που παίζει ο σύλλογος στην προπολεμική μουσική σκηνή της πόλης φαίνεται να είναι σημαντικός, καθώς «δημιουργεί εκτός από την μπάντα, ορχήστρα και χορωδία υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Εδμόνδου Σασαρόλη και με συναυλίες και άλλες εκδηλώσεις φέρνει τον Κοζανίτη της Βυζαντινής και Δημοτικής μουσικής σε μια προσέγγιση με την έντεχνη μουσική της προηγμένης Ευρώπης».
Ένα τέτοιο κλίμα είναι φυσικό να ευνοεί την ανάπτυξη ποικίλων μουσικών ενδιαφερόντων, που εκδηλώνουν στη συνέχεια με τη σύσταση σχολών μουσικής, χορωδιών, μαντολινάτας, και με αποκορύφωμα την ίδρυση του Ωδείου το 1931. Ταυτόχρονα η Πανδώρα αποτελεί φυτώριο αξιόλογων νέων καλλιτεχνών, μερικοί από τους οποίους έκαναν λαμπρή καριέρα στην Ελλάδα ή και στο εξωτερικό. Ιδιαίτερα στον τομέα των πνευστών λίγοι είναι οι Κοζανίτες επαγγελματίες μουσικοί ακόμη και σήμερα που δεν πέρασαν από εκεί σαν μαθητευόμενοι και αργότερα σαν μέλη της μπάντας.
Μετά από 40 χρόνια ζωής και παρουσίας στην τοπική σκηνή αλλά και στο Μακεδονικό αγώνα, όπου χρησίμευε ως προκάλυμμα αγωνιστών, η «Μορφωτική αδελφότης» διαλύθηκε κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής. Ξανασυστάθηκε το 1950 όταν είχε αρχίσει να αναθερμαίνεται και πάλι το ενδιαφέρον των ανθρώπων για πολιτιστική έκφραση γενικότερα και μουσική ειδικότερα.
Τα τελευταία πενήντα χρόνια, οπότε και βρίσκεται συνεχώς παρούσα στο μουσικό τοπίο της Κοζάνης, μέρος του οποίου είναι και η Αποκριά, διευθύνεται από αρχιμουσικούς που προέρχονται από την ίδια την οικογένεια, τον Ελευθέριο Καραχάλιο από το 1952 ως το 1982 και από τότε και μέχρι σήμερα από το γιό του, Πάρη Καραχάλιο. Από το 1984 και μετά παύει να είναι σύλλογος. Γίνεται Δημοτική Μουσική και πλαισιώνει πολλές από τις πολιτιστικές εκδηλώσεις της πόλης ενώ παράλληλα παίζει σημαντικό εκπαιδευτικό ρόλο στον τομέα της μουσικής πνευστών.
Η θέση που έχει η Πανδώρα στις καρδιές των Κοζανιτών είναι φανερή από έμπρακτες εκδηλώσεις υποστήριξης όπως ήταν η αγορά οργάνων από τους αδελφούς Κοβεδάρους το 1951 και η αντικατάσταση τους με δωρεά του Διαμαντή και της Ρηγούλας Βανδή το 1991. Αλλά εκδηλώνεται επίσης συχνότατα με τον τρόπο που καμαρώνουν όλοι τους μουσικούς της Φιλαρμονικής-έφτασαν αισίως τους 60- όπου κι αν εμφανίζονται.
Ιδιαίτερα την Αποκριά δε νοείται εκδήλωση χωρίς αυτούς, είτε σα σύνολο, είτε σε μικρότερα σχήματα στους Φανούς και στους δρόμους. Γι ’αυτό και οι πρόβες που είναι συνεχείς όλο τον χρόνο εντείνονται το διάστημα μετά τα Χριστούγεννα. Μαθαίνουν όλους τους σκοπούς με τον τρόπο που ακούγονται παραδοσιακά στο Κοζανίτικο Καρναβάλι, με τους παλαιότερους να βοηθούν τους νέους και τον μαέστρο να συντονίζει το σύνολο και ταυτόχρονα να νοιάζεται τον καθένα χωριστά.
Και όταν την Τσικνοπέμπτη βγουν από το Κοβεντάρειο όπου στεγάζονται, ντύνονται με τα μακριά αντιριά, τους σκούφους και τα ζνάρια, και αρχίζουν να βαδίζουν στον Πεζόδρομο παίζοντας το Έντεκα, η καρδιά των Κοζανιτών αρχίζει να χορεύει και το σώμα ακολουθεί…
Ξεκινάει η Αποκριά!