Παλιοί ξεχασμένοι Φανοί

Tης Φανής Φτάκα Τσικριτζή

Μνήμες από Φανούς  παλιότερων εποχών

Αν σήμερα ανάβουν 14 Φανοί μέσα στην πόλη της Κοζάνης, παλιότερα ήταν πολύ περισσότεροι, αφού σε κάθε γειτονιά και σε κάθε σταυροδρόμι σχεδόν άναβε κι ένας Φανός.  Αποτίοντας  φόρο τιμής στους παλιούς και ξεχασμένους σήμερα Φανούς και στους ανθρώπους αυτών που κράτησαν ζωντανή τη φλόγα της Κοζανίτικης  Αποκριάς στο διάβα του 20ου αιώνα, θεωρούμε υποχρέωση να μνημονεύσουμε  αρκετούς που δεν ανάβουν πια παραθέτοντας  άγνωστα  γι’ αυτούς στοιχεία. Οι περισσότεροι από τους πληροφορητές μας κρατούν παιδικές μεν αλλά πολύ ζωντανές μνήμες από εκείνη την εποχή που έχουν περάσει κοντά 60 και πλέον χρόνια. Άλλοι διατηρούν αμυδρές εικόνες, μη μπορώντας  να θυμηθούν όλα τα πρόσωπα της γειτονιάς που έβγαιναν την Κυριακή της Τυροφάγου (Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς), τη μοναδική μέρα που άναβε ο Φανός τους στην αποκριάτικη προπολεμική ή μεταπολεμική σκηνή. Όλους όμως τους συνδέει η ίδια νοσταλγία για τους παλιούς Φανούς, και τις ανοιχτές πόρτες της παλιάς κοζανίτικης  γειτονιάς, με τις πολυάριθμες οικογένειες και τα χαμηλά ασβεστωμένα με πλακόστρωτο νουβρό σπιτάκια, που εύρισκαν ενωποιητική έκφραση στο χωρατά και στο φανό περιμένοντας με λαχτάρα κάθε χρόνο να ανάψει.

O Φανός στα Τσουκαλάθκα- Καρακλανάθκα

Ο Φανός αυτός γίνονταν στην γειτονιά Τσουκαλάθκα, όπου κυριαρχούσαν τα εργαστήρια των παλιών τσουκαλάδων. Άλλοι τα είχαν στην αυλή του σπιτιού τους, όπως ο Αργύρης Μαντώς και ο πατέρας του Θανάσης  κι άλλοι χρησιμοποιούσαν χαμηλές παράγκες, μέσα στις οποίες έφτιαχναν πήλινα τσουκάλια (στάμνες, κατσαρόλες)  επί της Παύλου Μελά.  Ο πιο παλιός Φανός, προπολεμικά  άναβε μπροστά από το σπίτι της Βασιλικής Κουτσιμάνη, επί της οδού Λαχανά. Μετά τον Εμφύλιο για 1-2  χρονιές άναψε λίγο δυτικότερα μέσα στην πλατεία με το πλατάνι (Καφέ Μπλέ Ελάφι) μπροστά από τα σπίτια των Καρακλάνη,  Δόδουρα και Γιαντσούλη,  από όπου και πήρε το δεύτερο όνομα του από το σπίτι της οικογένειας Καρακλάνη,  πριν μεταφερθεί το 1951-52 στην τελική του θέση, σημερινή πλατεία Παύλου Μελά (μπαχτσές της Γιαντσούλινας ), ενώ αυτή ήταν ακόμα στρωμένη με χώμα και είχε και ένα  γκαράζ μέσα.

Προπολεμικά στο Φανό  Τσουκαλάθκα,  στην πρώτη του θέση επί της οδού Λαχανά, σύμφωνα με μαρτυρία της Κατίνας Βαρδάκα -Καράτζια, συμμετείχαν μόνο άτομα  της γειτονιάς. «Ξενούρα» (ξένους) δεν είχαν. Ο μόνος  «ξένος» ήταν ο Μπάρμπα-Μπίλιος (Νάνος Πλιάκης) που κατέβαινε  από τα Ηπειρώτικα.  Αυτός κάθε χρόνο τραγουδούσε  το «Βλάχα μ’ απ’ του Καρπενήσι» κι όπως τραγουδούσε βούιζιν ο τόπος όλος, τόσο δυνατή φωνή είχε. Οι άντρες  της γειτονιάς, εκτός από τον Λία Ντόντουρα, που τραγουδούσε στην κορφή, όσοι έβγαιναν στο  Φανό ήταν μουτουτσιντζιραίοι (δεν τραγουδούσαν καλά και τους παρομοίαζαν με μούτους  τσεντζεραίους-κατσαρόλες ) αφήνοντας  το πεδίο ελεύθερο στις γυναίκες . Έτσι στο Φανό,  πριν  τον Πόλεμο, εκτός από την Πανάιω Δόδουρα-Καρακλάνη που έλεγε μοιρολόγια για μουαμπέτι,  κυριαρχούσαν τρείς γυναίκες, και οι τρείς  της γειτονιάς: η Αλεξάνδρα Πάπιστα, το γένος Κόκκα,η Κατίνα Βαρδάκα- Καράτζια και η  Φανή Καράτζια. Επικεφαλής και των τριών ήταν η Αλεξάνδρα, αδιαφιλονίκητη αρχηγός όλων.

Διηγούνται διάφορα μπέντια γι’ αυτήν, αποκριάτικα και μη. Στις Απουκρές έφθανε βέβαια στο ζενίθ της. Γίνονταν στχειό και τις έσκιαζε (τρόμαζε) όλες. Είχε τέτοιον πέρπιρα με τις Αποκριές, αλλά και τόσο βαθειά φιλοσοφία για την ίδια τη ζωή,  που όταν πέθανε η κόρη της, πολύ νέα και αρραβωνισμένη, πήγε όλη η γειτονιά στο νεκροταφείο για τρισάγιο στα εννιάμερα. Ήταν παραμονές Αποκριάς και έκλαιγαν και μοιρολογούσαν όλες, όταν  πλησίασε το μνήμα  μια μούτα (κωφάλαλη). Αυτή άρχισε να λέει» «α πάκα, πάκα, πάκα πάκα…..» και να χτυπιέται.  Οι άλλες γυναίκες άρχισαν να γελούν μαζί της και μαζί μ’ αυτές και η μούτα. Η Αλεξάνδρα δεν κρατήθηκε άλλο, όπως κρατούσε στο χέρι τον ταβά με το στάρι, που μόλις είχε αδειάσει, βλέποντας τις γυναίκες να γελούν με τη μούτα, πατάει ένα νταιρέ (ντέφι) κι αυτή με τον ταβά λέγοντας  και το τραγούδι «Η ζωή είναι απ’ τα ψέματα, ένα όνειρο είναι η ζωή».

Τις Απόκριες, η Αλεξάνδρα εκτός των άλλων έλεγε και πολλά ξινέντραπα τραγούδια στο Φανό. Ξεκινούσε  συνήθως το τραγούδι στην κορφή του Φανού επαναλαμβάνοντας  5-6 φορές  την κλασσική αποκριάτικη φράση, που αναφέρει και ο Λεωνίδας  Παπασιώπης στα αποκριάτικα μπέντια του: «Μι πιν η μάνα μ’»  Οι άλλες γυναίκες  συνεννοημένες από πριν,  τη ρωτούσαν κάθε φορά «τι συ πειν η μάνα σ;», χωρίς φυσικά να παίρνουν καμιά απάντηση  στην αρχή μέχρι που στο τέλος τους ξεφούρνιζε : «να σας γαμ……. όλες!» και τότε μόνο αρχινούσε να τραγουδάει τα αποκριάτικα, μασκαραλίτκα κυρίως αλλά και μη μέχρι αργά το βράδυ.

Μεταπολεμικά,  μια άλλη γυναικεία παρουσία ξεχώρισε στο Φανό Παύλος Μελάς. Αυτή ήταν η Περιστέρα Μαντώ, γυναίκα του Θανάση Μαντώ, με το σπίτι και το εργαστήριο  του  τσουκαλά  πεθερού της  Αργύρη  Μαντώ, κολλητά με την πλατεία Παύλου Μελά.  Η Περιστέρα θυμάται ακόμα την πρώτη της εμφάνιση σαν καινούρια νύφη στο Φανό,  τις Απόκριες του 1952, όταν βγήκε και πρωτοτραγούδησε στην κορυφή του χορού εντυπωσιάζοντας  όλους με την φωνή της. Τέτοια η δύναμη της  που μπορούσε να πει μονομιάς μέχρι και 30 τραγούδια χωρίς να κουραστεί  καθόλου, κληρονομώντας  το θεϊκό  αυτό  χάρισμα  από τον παππού της, από τη μεριά της μητέρας της,  Ντιόντιο  Τσιόπτσια, κορυφαίο τραγουδιστή του Φανού Αλώνια.

Τα επόμενα χρόνια, εισέπραξε έξι φορές για το τραγούδι  της έπαινο από το Δήμο όπως στις Απόκριες του 1968 στον Φανό Παύλο Μελά και του 1984 στον Φανό Ηπειρώτ’κα (ο τελευταίος άναψε  μερικές χρονιές στο εκκλησάκι, στη στροφή για την Αγία Παρασκευή, σημερινός  χώρος λαϊκής αγοράς Ηπειρώτικων). Μια χρονιά μάλιστα ο έπαινος συνοδεύτηκε  και από χρηματικό ποσό  300 δρχ, που η Περιστέρα διέθεσε υπέρ του Φανού.  Μια άλλη χρονιά, ήταν τέτοιο το κέφι που τα όργανα  και μετά το σβήσιμο του Φανού  τη συνόδεψαν μέχρι το σπίτι της στα Ηπειρώτικα, με χορό και με τραγούδι  που κράτησαν μέχρι πρωίας. Ο επικεφαλής του συγκροτήματος μάλιστα της  πρότεινε  να την πάρουν και για τραγουδίστρια στην κομπανία  τους!

Στα νεότερα χρόνια, στη δεκαετία του ‘60 και ‘70 κορυφαίος τραγουδιστής στην πλατεία Παύλου Μελά ήταν ο Μιχάλης Τσιανάκας, ενώ από το 85 και μετά ήταν ο Γιάννης Σπύρου που εναλλάσσονταν στην κορυφή με τον Σάββα Διάφα και τον Μπίλη Διάφα. Στο Φανό , στην πλατεία Παύλου Μελά ως βασικά στελέχη συμμετείχαν  οι φούρναροι  Ηλίας και Κώστας Μαντώς, ο Κώστας Βαρδάκας, ο Γιάννης Σπύρου, ο Νίκος Διάφας και τα παιδιά του Σάββας και Μπίλης, βοηθούμενοι από τους Αποστόλη Αγραφιώτη, τον Τάκη Καρδάση και Τάκη Δούσιο, Νίκο Βαχτσεβάνο (Σπουρλίτα), Νίκο Λιάνα, Γιούλη Γκέτζιο, τις αδελφές Μαρία και Πόπη  Σιάντζιου, την Καίτη Βαρδάκα,  τον Νίκο Καζάνα, τους αδελφούς Χαριλάκη και Βαγγέλη Ματάνα,  τον Μπούλη Βαρδάκα και τον Στέργιο Κυρατσού

(Πληροφορίες Κατίνα Βαρδάκα, Γιάννης Σπύρου, Περιστέρα Μαντώ, Νίκος Βαχτσεβάνος, Γιώργος Μαμάτσιος).

O Φανός στ’ Αυλιώτη του Πηγάδι  

Ο Φανός αυτός πρωτοάναβε  στο άνοιγμα που δημιουργούνταν  μπροστά από το πηγάδι του Αυλιώτη. Το πηγάδι βρισκόταν στο πλάι της εξώπορτας της οικίας Παπαργυρούδη (μπαίνοντας  στην Αυλιώτη από την Παύλου Μελά, τέταρτο  σπίτι αριστερά μετά της Τερψιχόρης,  των Μούκα και Βέρου).   Αργότερα ,  πολύ  πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Φανός μετακινήθηκε  λίγο πιο πάνω στον σημερινό πάνω Αυλιώτη, όπου υπήρχε μεγαλύτερο πλάτωμα, μπροστά από τα σπίτια των Βέλιου-Καρακάση. Εκείνη την εποχή  η σημερινή οδός Αυλιώτη (Κάτω Αυλιώτης), κάθετος στην Π. Μελά δεν είχε ακόμη διανοιχθεί  παίρνοντας  όλη τη στενόμακρη πλακόστρωτη αυλή της  παλιάς οικίας Τσικριτζή, που έβλεπε σε δυο δρόμους.  Η φωτιά άναβε πάνω σε μια ξερολιθιά που τοποθετούσαν στο κέντρο και ο Φανός κράτησε μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50. Προπολεμικά κορυφαίοι τραγουδιστές του Φανού ήταν ο Βρασίδας (Βασίλης) Καπρίνης και ο Μήκας Γκλούμπος, χωρίς να υστερούν σε φωνή και οι γυναίκες της γειτονιάς, η Κουκούλα Καπρίνη, γυναίκα του Βασίλη, γνωστή περισσότερο ως Βρασίδαινα και η Γκλούμπου Τσιτσιούλα (Αναστασία). Στο Φανό συμμετείχαν και τα πολλά παιδιά του Βρασίδα (Στέργιος, Νίκος , Γιώργος, Τάκης και Χρυσάνθη Καπρίνη μαζί με τα παιδιά του Μήκα  και της Αλεξάνδρας Γκλούμπου (Γιάννης, Νίκος, Γιώργος, Στέργιος, Σάκης, Αναστασία και Ελένη. Συμμετείχαν ακόμα και τα πρώτα ξαδέλφια αυτών (Νίκος, Γιώργος, Πάνος, Ευθυμούλα, Ευτυχία, Ελενίτσα και Στεργιανούλα Γκλούμπου) με τους γονείς τους Τσιτσιούλα και Γιώργο Γκλούμπο και ο  Θανάσης Γκλούμπος με τη γυναικα του Μαριγούλα και τα τα τρια παιδιά τους(Νίκο, Αναστασία και Αλεξάνδρα), ο Πάμπας Τάκης, ο Γιάννης Λάτσκος  με τα 6 παιδιά του και η αδελφή του Κατίνα, οι αδελφοί Βέλιου Τακης και Γιώργος, τα δυο πρωταξαδέλφια Στέφος και Στέφανος Μούκας και ο Βασίλης και Στέργιος Μούκας, η Κατερνούλα Τζαβέλα με τους δυο γιούς της Πάνο και Στέφανο Τζαβέλα, ο Ρούσης και ο Παναγιώτης Βασιλείου (τ’ς Μαλαματής), ο Κουτλιάς Βασίλης, ο Λίγκας Στέργιος και οι αδελφές του Ποπούλα (Δέσποινα) και Κούλα, η Περιστέρα και η Στεργιανούλα Λιόντα-Λίγκα, η Χρυσή τ’ Τζήμκα,  ο Μενέλαος και ο Γιαννάκος  Βλιαγκόφτης και η αδελφή τους Τασούλα, ο Γιάννης Τσικριτζή και ο αδελφός του Νικολάκης, ενώ ο Λάζος Τσικριτζή του Νικολάου μάζευε δεκάρες με το τσινί για δαδί, και φυλλουρίδια , που του τάφερνε από το Υπόγειο του  Ταρτάρα  ο θείος του Γιάννης, όταν γλεντούσε με την παρέα του, για να κάνουν φούντες.

(Πληροφορίες Λάζος Τσικριτζή του Νικολάου,  Στέφανος Τζαβέλλας,  Ποπούλα (Δέσποινα) Κρανιώτη-Λίγκα και Κούλα Μπουντιούκου –Λίγκα).

Ο Φανός στου πηγάδι του Κουρατσίνου

Ο Φανός αυτός γίνονταν σε μια μικρή πλατεία που δημιουργούνταν από τα σπίτια του Ι. Γκατζογιάννη, εμποροράφτη, του Χαρισίου Τζημουλά , που είχε αλωνιστικό συγκρότημα, του Κων/νου  Μαλάκη, καραγωγέα, ακριβώς πάνω στο σταυροδρόμι  που υπάρχει σήμερα μπροστά από την είσοδο του  Εργατικού Κέντρου. Στη θέση του Εργατικού Κέντρου παλιότερα υπήρχε το μεγάλο σπίτι του εμπόρου Καπιτζόγλου και μπροστά στην είσοδο του σπιτιού του , δίπλα από τη σιδερένια εξώπορτα, βρισκόταν το πηγάδι του Κουρατσίνου.   Στα χρόνια του Μεσοπολέμου ήταν ένας μικρός σχετικά φανός που κράτησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ‘40.  Γίνονταν κάθε χρόνο από τα κορίτσια της γειτονιάς, που εκείνη την εποχή ήταν πολλά και ήταν σαν μια οικογένεια όλες μαζί. Κορυφαίες τραγουδίστριες  ήταν η Αλεξάνδρα της Τζιάτζινας, που ήταν χήρα  και η κυρά Φώτω τ’ Μαλάκη. Η κυρά Φώτω μάζευε χρήματα από όλες τις οικογένειες και κάθε Πέμπτη έφτιαχναν λειτουργία στα διάφορα ξωκκλήσια. Στο Φανό τραγουδούσαν τα κορίτσια της γειτονιάς τραγούδια της αγάπης «Αγαπώ ένα χελιδόνι, Μηλίτσα μ’ που είσαι στο γκρεμό) κ. α. και τις συνόδευαν με τις κιθάρες τους οι Ιουστίνη Γκατζογιάννη και η Φανούλα Γκουτζιαμάνη με την αδελφή της Χιονία, κόρες του γεωπόνου Γκουτζιαμάνη, Δ/ντη του  Ζωοτροφικού Σταθμού Κοίλων.  Συμμετείχαν επίσης  οι αδελφές Γκατζογιάννη (Ιουστίνη, Ισμήνη, Αίγλη και Λαμπρίτσα και Ζολί, ), η Καράτζια Καίτη, οι Τζιάτζινες (Αλεξάνδρα, Κική, Κατίνα και Αναστασία), οι αδελφές Θεανώ και Χιονάτα Μαλάκη και η πρώτη ξαδέλφη αυτών Θεανώ Μαλάκη, η Μαλούση Αλεξάνδρα, οι αδελφές Καρακάση (Αθηνά, Κικίτσα και Ματίνα). Ο μόνος άντρας που κάθονταν στο Φανό και χόρευε με τα κορίτσια ήταν ο Καρακάσης Τάκης, ο επονομαζόμενος Παχώμης, ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, ενώ ο αδέλφός του Νικολάκης κάθε χρόνο έβγαινε στο Φανό και έλεγε το ίδιο τραγούδι. Άλλοι άνδρες δεν έβγαιναν.  Μέσα στον Εμφύλιο,  όμως πολλές φορές έρχονταν και φαντάροι από το Φρουραρχείο, που στεγάζονταν στις γειτονικές αποθήκες του Καραγκούνη και πιάνονταν στο χορό μαζί με τα κορίτσια, οι οποίες γνώριζαν ορισμένους από αυτούς  με το μικρό τους όνομα. Στη μέση του Φανού θυμάται η κυρία Ζολί ότι ο πατέρας της Γιάννης φώναζε τις κόρες του να κάνουν τη χάσκα. Αυτές  άφηναν το χορό, έκαναν τη χάσκα και ξαναέβγαιναν έξω.

(Πληροφορίες Θεοδώρα (Ζολί) Κυρατσού-Γκατζογιάννη και Λαζ. Παναγ. Δημοξένου /«Οδοιπορικόν της ζωής μου, Θες/νικη 1997, σελ. 42 »).

 Ο Φανός στα Βλάθ’κα ή σ’ Κυρ – Νάνν’ του Πηγάδ’

Ο Φανός  αυτός  διοργανώνονταν  στη γειτονιά  Βλάθ’κα, στο κέντρο της  πόλης, εξού και η ονομασία του.  Άναβε  στη μέση περίπου της σημερινής οδού Ρήγα Φεραίου,  στα δεξιά του υπαίθριου πηγαδιού, γνωστού ως «τ’ Κυρ -Νάνν’ του Πηγάδ’»,  μπροστά από μια μακρόστενη  πλακόστρωτη αυλή, που άνοιγε με μεγάλη ξύλινη εξώπορτα  στην οποία κάθονταν  τρεις βλάχικες οικογένειες Πιτένη. Ο βωμός της φωτιάς στήνονταν στη μέση του δρόμου ανάμεσα στο σημερινό σπίτι του Αθανασιάση Χαρ (πρώην ξυλαποθήκη Μανώλη Μπάμπου) και το διατηρητέο του Τρεμπενιώτη. Σ’ αυτόν τον Φανό δεν συμμετείχαν μόνο οι Βλάχοι της γειτονιάς αλλά όλοι οι γείτονες. Έβγαιναν  και πιάνονταν στο χορό οι τρεις οικογένειες  Πιτένη με τα παιδιά τους Μένιο και Κώστα και τις αδελφές Δέσπω και Αγγελική Πιτένη,   τα παιδιά της οικογένειας Τρεμπενιώτη Κωστής, Στέφος και η αδελφή τους μαζί με τα παιδιά του Μήτσου Συντουκά : Γιάννης, Θύμιος, Καίτη  και  Μάκης . Ο Φανός άναβε  μέχρι τις αρχές- μέσα  του ‘60. Στη δεκαετία του ‘50 , σύμφωνα με μαρτυρία του Μένιου Πιτένη δεν υπήρχε  κάποιος κορυφαίος καλλίφωνος τραγουδιστής επικεφαλής του Φανού,  γι’ αυτό και  τραγουδούσαν όλοι μαζί. Αρκετές φορές μάλιστα περνούσαν από το Φανό και παρέες που έκαναν καντάδες, κοντοστέκονταν, έλεγαν 2-3 τραγούδια και έφευγαν. Τα παιδιά του Φανού σε συνεννόηση  με τα παιδιά του γειτονικού Φανού  Αυλιώτη οριοθετούσαν από κοινού την Παύλου Μελά διεκδικώντας και για τις δυο ομάδες μερίδιο στις δεκάρες των περαστικών, τις οποίες μάζευαν με το τσινί, το πρωί της Κυριακής, μετά τη σχόλη της εκκλησίας.

 (Πληροφορίες: Καίτη Σεντουκά-Βουχάρα,  Μένιος Πιτένης και Μαίρη Σαμαρά)

Ο Φανός στ’ς Μπηνιώς του πηγάδ’.

Γυναικείος Φανός που γίνονταν  επί της Επισκόπου Βενιαμίν, μπροστά από το ομώνυμο πηγάδι της Μπηνιώς, εξού και η ονομασία του. Άναβε πριν τον Πόλεμο και κράτησε βαριά μέχρι τις αρχές του 1950, ενώ άναψε και στην Κατοχή. Οι άνδρες μεγάλης ηλικίας, που έβγαιναν στο Φανό  ήταν μετρημένοι (ο Γιώργος Πτσης με τα παιδιά του, Σπύρος, Τάκης, Γιάννης και Κώστας και ο Κωστάκης Αγγέλου μαζί με τους Ζιαμπραίους ). Οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες δεν έβγαιναν, σε αντίθεση με τα πολλά κορίτσια της γειτονιάς που φρόντιζαν να τον οργανώσουν κάθε χρόνο χωρίς κορυφαία τραγουδίστρια. Τραγουδούσαν και χόρευαν  όλες μαζί τα τραγούδια της αγάπης.  «Τα κορίτσια απ’ της Μπηνιώς είνι σα του βασιλικό» όπως λέει και το γνωστό αποκριάτικο τραγούδι.……».

Έβγαιναν και πιάνονταν στο χορό οι 3 αδελφές Αμπάζη (Αννα, Νόννη, Μαίρη) , η Λένα Πτση, οι αδελφές Φούλα, Καίτη, Κική και Ιωάννα Διάφα, η Χρυσούλα Χατζηδαβίδ, η Τασούλα  Αγγέλου, οι αδελφές Μαρίτσα, Κούλα και Ζωή Πιτένη, η Λόλα Καράτζια –Τσιανάκα, η Κατίνα Ζιάμπρα, οι αδελφές Κατίνα, Λούλα και Τασίτσα Μίσσιου, η Καραμπόζα Ματούλα και η νύφη της Λόλα, οι αδελφές Κούλα και Στέλλα Βαρδάκα, οι αδελφές  Καίτη, Ελένη και  Αναστασία  Ξυνάδα, η Φωτούλα Λάκκα και η εγγονή της Ελένη.

(Πληροφορίες Αννα Αμπάζη –Πατιά (1936) και Μαρίτσα Πιτένη-Αλιφέρη).

Ο Φανός στου πηγάδ’ απ’ τ’ς Καρές

Ο Φανός αυτός γίνονταν μπροστά από το διατηρητέο σπίτι του δημάρχου Γιάννη Παπαγιάννη, λίγα μέτρα πιο μακριά από το ομώνυμο πηγάδι, εξ ου και η ονομασία του και μερικές χρονιές η φωτιά άναψε και μέσα στη μέση του δρόμου Παύλου Μελά. Ο Γιαννάκος Παπακώστας το γένος Λάκκα,  γεννηθείς το 1946, που διατηρεί παιδικές αναμνήσεις ακόμα από το Φανό,  θυμάται ότι γινόταν στη δεκαετία του ’50 μέχρι και τις αρχές του ’60. Δεν ήταν μεγάλος Φανός. Συμμετείχαν σ’ αυτόν μόνο οι γείτονες. Έβγαιναν οι οικογένειες Λάκκα, αυτός  και τα ξαδέλφια του Τάκης και Σάκης Λάκκας, ο Κώστας  Σούτσος  που διατηρούσε  φούρνο  απέναντι από το Φανό, οι αδελφοί Παναγιωτάκης και Στεφανάκης Κούγιας, ο Στέλιος και Νίκος Τζήμος, οι Νταλίπηδες  κ.α. Αυτός με το τσινί, , 10 χρονών παιδί, μάζευε δεκάρες για το δαδί.

(Πληροφορίες Γιαννάκος Παπακώστας (1946))

O Φανός στα Κιρατσάθκα-Ματανάθκα

Ο Φανός αυτός γίνονταν επί της οδού Σολωμού στη διασταύρωση με  Ανθέων, μπροστά από το σπίτι των αδελφών Ματάνα. Συμμετείχε όλη η γειτονιά. Ο Χαριλάκης Ματάνας αφηγείται γι’ αυτόν το Φανό το εξής περιστατικό: «Επί Κατοχής, άναψαν οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς Φανό με πολλά ξύλα. Ακριβώς πίσω από το σπίτι του, υπήρχε αλάνα όπου είχαν στρατοπεδεύσει Γερμανοί στρατιώτες, οι οποίοι βλέποντας τη φωτιά θορυβήθηκαν και ειδοποίησαν τους γνωστούς «Πεταλάδες», σώμα της γερμανικής στρατιωτικής Αστυνομίας οι οποίοι αναγνωρίζονταν αμέσως  γιατί  φορούσαν μια μεταλλική επιγραφή, κρεμασμένη με αλυσίδα στο στήθος τους  με την επιγραφή «FELD –GENDARMERIE”  και φημίζονταν  για την αγριότητα τους.  Μόλις η “τσακαλαρία” της γειτονιάς  αντιλήφθηκε τους «Πεταλάδες» να καταφθάνουν στον «τόπο του εγκλήματος», σκόρπισε ατάκτως και εξαφανίστηκαν όλοι  πλην του Χαριλάκη, 8 χρονών παιδί τότε, που κατοικούσε  εκεί μπροστά  που  άναβε ο Φανός. Οι Γερμανοί μη γνωρίζοντας την παράδοση του τόπου και θεωρώντας τον υπεύθυνο για τη φωτιά  τον χτύπησαν στο κεφάλι με ένα γκορμπάτσι με μέταλλα στην άκρη, τραυματίζοντας  τον  ευτυχώς ελαφρά. Η ουλή όμως που του έμεινε θυμίζει μέχρι σήμερα  στο Χαριλάκη , γιατί δεν άναψε ξανά ο  συγκεκριμένος Φανός στα χρόνια της Κατοχής. Στα μεταπολεμικά χρόνια,  τα αγόρια της γειτονιάς μαζί με τους μεγαλύτερους σε ηλικία γείτονες  από το 1960 και μετά συμμετείχαν στο Φανό Παύλου Μελά.

(Πληροφορίες Χαριλάκης Ματάνας)

Ο Φανός στου «Ομάς Βράχος» του πηγάδ’

Ο Φανός αυτός γίνονταν στο πάνω μέρος της οδού  Ιουστινιανού, στη συμβολή των οδών Βυζαντίου και Ι. Παπαγιάννη, ανάμεσα στα σπίτια της Θανάσινας (Θανάση και Αλεξάνδρας Κυπέρα), γιαγιά του Αντώνη Μπότσογλου, από τη μια μεριά και των Ζιαγκα και Σπύρου Βούρκα από την άλλη. Έξω από το σπίτι της Θανάσινας υπήρχε από παλιά ένα πηγάδι με νερό που ονομαζόταν «Ομάς  βράχος», σύμφωνα με την ταμπέλα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του. Στα νεότερα χρόνια, μετά τον Πόλεμο,  το νερό του πηγαδιού είχε στερέψει, παρέμεινε όμως στη θέση του ένα παλιό ντεπόζιτο νερού. Από αυτό το πηγάδι πήρε το όνομα ο συγκεκριμένος Φανός

Σ’ αυτόν τον Φανό προπολεμικά μεταξύ ‘30 και ‘40  έβγαιναν οι Βουρκαίοι, οι Λακκάδες, οι Λιάπηδες, οι Ζιαγκαίοι και άλλοι γείτονες. Η Ανθίτσα μάλιστα , κόρη Λιάτσου Κυρατσού, εκεί γνώρισε για πρώτη φορά γύρω στα 1931, τον άντρα της Θανάση Βαχτσεβάνο. Ο Φανός αυτός δε γίνονταν κάθε χρόνο με την ίδια ένταση παρά εξαρτιόταν περισσότερο από κάποιους μερακλήδες γειτόνους, οι οποίοι τον άναβαν αναλόγως με τα κέφια τους. Όταν αυτός δεν άναβε οι γείτονες έπαιρναν μέρος στο διπλανό Φανό της Μπηνιώς το πηγάδι. Μετά τον πόλεμο,  στα μέσα της δεκαετίας του ‘50  ο Φανός αναβίωσε και πάλι από κάποιους νεαρούς της  γειτονιάς, καμιά 20αριά αγόρια, χωρίς τη συμμετοχή κοριτσιών , οι οποίοι  τον οργάνωσαν  για  5-6 χρόνια ακόμα μέχρι που έσβησε οριστικά . Πρωτοστατούσαν ο Σίτος Γιώργος, που έκτισε το καμπαναριό, ο Τάκης Δίκος, ο Θύμιος Ζιάγκας με τα μικρότερα αδέλφια του, ο Τσιρογιάννης Γιάννης και ο Νίκος Κώτσικας, ο Μαρκος Λιαπης, ακολουθούμενοι από τα μικρότερα παιδιά της γειτονιάς : τον Γιάννη Βούρκα, το  Γιάννη Ραχωβίτη, τους Καρμαζήδες (Κώτσιος, ο μεγαλύτερος, Λευτέρης, Γιώργος, Αλέκος), τον Τάκη Ζιάμπρα, το Μανώλη Μαλούτα  και τον αδελφό του Νίκο (Μπέμπης),  τον Αντώνη Κυπέρα, τον Αντώνη Μπότσογλου και άλλους που μάζευαν χρήματα για το δαδί περιφέροντας το τσινί το πρωί της Κυριακής της Μεγάλης Αποκριάς στα σπίτια της γειτονιάς, ενώ για το στολισμό του Φανού προμηθεύονταν τα φιλουρίδια από το γειτονικό χορευτικό κέντρο Ολύμπιο, μπαίνοντας στο κέντρο από τον πλαϊνό φούρνο. Αφού άναβαν το Φανό, τραγουδούσαν όλοι μαζί  και  γλεντούσαν  γύρω από αυτόν. Τον έσβηναν νωρίς  ακολουθώντας το έθιμο της εποχής, το ομαδικό κατούρημα.

(Πληροφορίες Τάκης Δίκος, Γιάννης Βούρκας , Αντώνης Μπότσογλου, Θόδωρος Λάκκας και Θοδωράκης Κυρατσούς).

Ο Φανός στα χωράφια

Ο Φανός αυτός γίνονταν έξω από το σπίτι του Θόδωρου Λάκκα, οδός Ομήρου,  μεταξύ των ετών 1954 και 1960. Η γύρω περιοχή είχε πολλά χωράφια και αμπέλια, γι’ αυτό και τον ονόμαζαν  ο Φανός στα χωράφια. Οργανώνονταν από τα νεαρά κορίτσια της γειτονιάς μόνο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις Νίτσα και Κική Λάκκα, την Κούλα Γκατζόφλια, τη Ρίτσα Τσατσοπούλου, την Τασούλα Ζιάμπρα, την Ιουλία Κιουρτσόγλου. Τη σκυτάλη, μετά τα κορίτσια , μέχρι το 1963 -’64 πήραν οι μικρότεροι της γειτονιάς, ανάμεσα τους και ο Ντόντιος Λάκκας, κορυφαίος σήμερα τραγουδιστής του Φανού Λάκκος τ’ Μάγγαν’,   οι οποίοι  τον άναβαν στο ίδιο μέρος, χωρίς στολίδια με φούντες  και όργανα και στηριζόμενοι αποκλειστικά στο τραγούδι, τον κρατούσαν αναμμένο μέχρι αργά το βράδυ της Κυριακής, σβήνοντας τον με κλασσικό ομαδικό κατούρημα. Καμιά φορά έβγαιναν και στέκονταν στο Φανό και γείτονες μεγαλύτερης ηλικίας. Στα νεότερα χρόνια, στη δεκαετία του ’80, τα ίδια αυτά άτομα αποτέλεσαν την βασική πηγή τροφοδότησης για  το γειτονικό Φανό Λάκκο τ’ Μάγγαν’ .

(Πληροφορίες Θόδωρος Λάκκας) 

Ο Φανός στα Λουτρά

Ο Φανός αυτός γίνονταν έξω από το σπίτι των Μπουντιούκηδων, στο πάνω μέρος των Λουτρών, επί της οδού Ίωνος Δραγούμη, απέναντι από το κέντρο «Αν». Ο Φανός άναβε προπολεμικά και συνέχισε και μετά τον πόλεμο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄50. Κορυφαίοι τραγουδιστές οι Ντιουφαίοι (Νάνος και  Ζησιούλης Ντιούφας), ο Γκλιόφας Ευρυπίδης, ο Γκλιάνας Χρήστος. Τα μικρότερα παιδιά της γειτονιάς μάζευαν φιλουρίδια από το σινέ Τιτάνια, που δίνονταν χοροσπερίδες και στόλιζαν τον Φανό. Συμμετείχε όλη η γειτονιά πίσω από τα Λουτρά. Ο Λιούμπας Γεωργούλης και ο γιός του Ναούμ , τα αδέλφια  Νίκος και Βαγγέλης Μπουντιούκος, ο Θωμάς Γιαπράκας, ο Τάκης Γκλιάνας  ο Λάτσκος Γιώργος (επιπλοποιός), ο Σίμηνας Βαγγέλης, ο Τσιμηνάκης Βασιλάκης, ο Χατζηγιαννάκης Αλέξης και ο γιός του Τάκης, η οικογένεια Γάτσου. Υπήρχαν βέβαια και άλλοι γείτονες όπως η  οικογένεια Καραβά  που δεν έβγαινε στο Φανό. Ούτε όμως και οι γυναίκες της γειτονιάς δεν  συνήθιζαν να πιάνονται στο χορό, σε αντίθεση με τα κορίτσια  μικρής ηλικίας, όλα γειτονόπουλα που ακολουθούσαν τους άντρες.

(Πληροφορίες  Βαγγέλης Μπουντιούκος και Τάσα Τσικριτζή-Τσιμηνάκη).

O Φανός στου Λάτσκ’ του Πηγάδ’

Στου Λάτσκου το Πηγάδι γίνονταν προπολεμικά Φανός, στη διασταύρωση μεταξύ των οδών Παύλου Χαρίση και Βίτσι (Μακεδονομάχου Θωμά Λιόντα σήμερα), μπροστά από το φούρνο του Λάζου Δαραβάζου και το Πηγάδι του Λάτσκου που ακουμπούσε  στον ανατολικό τοίχο του σπιτιού του. Συμμετείχαν όλοι οι γείτονες αλλά και πολλοί άλλοι πελάτες από τα γύρω οινοπαντοπωλεία-μπακάλικα του Ντοντούραγα,  του Γκατζαβέλα και του Κουτσονίκου, λίγο πιο πάνω , στέκι από πολλούς Σκαρκιώτες.  Ο Νέστορας Δαραβάζος, θυμάται τις Απόκριες του 1944-45, μικρό παιδί τότε 6 χρονών,  που έβαζαν φιλουρίδια για να στολίσουν το Φανό. Στο Φανό έβγαινε η οικογένεια Γούσια, οι τρεις μπακάληδες της γειτονιάς, η περιβόητη Μάνια Καρατσόλη, η Μαρίνα Μιχαηλίδου (μανάβικο), η μεγάλη οικογένεια του Κώτσιου Δασκάλου (Πλιάκαρη), ο Προκόπης Δουγαλής, η οικογένεια Λάζου Δαραβάζου, η οικογένεια Μάκη Βαρδάκα, η οικογένεια Παγκαρλιώτα κ.α.

(Πληροφορίες Νέστορας Δαραβάζος και Αργύρης Γούσιας)

 

O Φανός στα Κατσ’κάθκα

Ο Φανός  γίνονταν προπολεμικά μέχρι και τις αρχές του 1960 στο σταυροδρόμι, στο βάθος της οδού Αρμενούλη και στη συμβολή της με την οδό Φιλίππου Αδαμαντίδη, στην πλάτη του μακεδονικού αρχοντικού Κατσικά-Βούρκα, με τελευταίο άρρενα ιδιοκτήτη, τον Ηλία Κατσικά, του οποίου η οικογένεια συνδέονταν συγγενικά με τη μεγάλη οικογένεια  των Μουράτη,  εξού και η ονομασία του Φανού Κατσ’κάθκα. Συμμετείχε όλη η γειτονιά, με πρωτοστατούντα τον Ηλία Παπαδέλη, απόγονο του αρχοντικού Αρμενούλη, έναν σοβαρότατο  κύριο  όλες τις άλλες μέρες του χρόνου πλην της Κυριακής της Μεγάλης Αποκριάς, υπάλληλο του Δημόσιου Ταμείου Κοζάνης, που ξεκινούσε κι άναβε το Φανό με το ακόλουθο σατυρικό τραγούδι, γεμάτο φαλλικά υπονοούμενα   «Τις Τρανές τ’ς Απουκρές που τσ’ ανάβουν τις φουτιές, στ’ αρχιδιάκου το μαντρί γάμος εγινότανε……..» παρασύροντας  στο σατυρικό του οίστρο με τα μασκαραλίτκα τραγούδια τον αδελφό του Μανώλη Παπαδέλη αλλά και άλλους γειτόνους σαν τον Πλόσκα Θανάση με τους δυο του γιούς Νίκο και Γιάννη, (τον γνωστό Γιάννη τ’ς Λέγκως), τον Τάκη Γιαπράκα, τον Γκάτζιαρη Γιώργο, τον Ζήνωνα Χαρσό,  τον Παπαναούμ  Λευτέρη και τα παιδιά του Άννα και Μάκη, τον Κώστα Γκίμπα, τον Παγκαρλιώτα Σάκη. Ξεσήκωνε όμως και μη Κοζανίτες  γειτόνους όπως τον μη Κοζανίτη συμβολαιογράφο Μαυροβίτη Γεώργιο και την Κοζανίτισσα σύζυγο του Ελευθερία Δοδούλη,  τον υπάλληλο της Τεχνικής Υπηρεσίας Νεβέσκαλο. Στο Φανό έβγαιναν και μεγαλύτερες γυναίκες σαν την κυρά Φωτούλου μαζί με όλα τα παιδιά της γειτονιάς, που στη δεκαετία του ‘50 μάζευαν φιλουρίδια από το χορευτικό κέντρο Ερμιόνιο και έδεναν  τις φούντες που στόλιζαν το Φανό  μέσα στην αυλή του Παπαναούμ  Λευτέρη. (Πληροφορίες Νίκος Πλόσκας , Άννα Παπαναούμ   και Μιμή Παπαδέλη).

O Φανός στη Τζαμάρα

Ο Φανός στη Τζαμάρα ξεκίνησε  προπολεμικά και κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50.  Άναβε στην κορυφή του υψώματος  της Τζαμάρας, επί της οδού Αμμούδας, ανάμεσα στο σπίτια των Αφων Μπιμπίρη και Τζάλια από τη μια μεριά και το σπίτι του Βαγγέλη Μητσόπουλου από την άλλη. Πρωτεργάτης και εμψυχωτής του Φανού ήταν ο Γιάννης Τζάλιας, που την εποχή της Αποκριάς, αν και μεροκαματιάρης, φορτοεκφορτωτής και μπουφετζής παρατούσε τα πάντα προκειμένου να τον οργανώσει καλύτερα. Πολύ καλός τραγουδιστής αυτός και η ξαδέλφη του Λέγκω Τζάλια, εναλλάσσονταν στην κορυφή του χορού μαζί με έναν άλλο πολύ καλό τραγουδιστή, γνωστό περισσότερο με το παρανόμι “ο Αρκούδας”. Στο Φανό συμμετείχαν ο Μητσόπουλος Γιώργος, Καρακούλας Τάκης και Καρακούλα Θεανώ, Τζάλιας Τάκης, όλοι γείτονες  κοντινοί αλλά και λίγο πιο μακρινοί όπως ο Κατσέλας Θανάσης.  Όταν στα μέσα της δεκαετίας του΄50 έσβησε ο Φανός στη Τζαμάρα,  ο Τζάλιας Γιάννης μετά από πρόσκληση του φίλου του, Σάββα Τσιάρα, με τον οποίο τραγουδούσε μαζί στη χορωδία Αγιος Νικόλαος υπό τον Νικόλαο Λιούφη και στην Ελίμεια αργότερα υπό τον Μάκη Βαχτσεβάνο, μετακινήθηκε στο Φανό Κεραμαριό και στη συνέχεια στα Μπουντανάθκα, τραγουδώντας μαζί με τους κορυφαίους αυτών των δυο Φανών.

(Πληροφορίες Γιώργος Τζάλιας και Πολυξένη Μητσοπούλου)

O Φανός στου Μισκιάθκου

Στου Μισκιάθκου, στο κάτω μέρος της πλατείας Λασσάνη  μεταξύ 1959 και 1965 γίνονταν Φανός. Εμψυχωτής και χορηγός αυτού του Φανού, που ήταν και ολίγον τι  ΙΧ  αφού άναβε μπροστά από το Ανεσις hotel ήταν ο Γιώργος Σκαρκαλάς, ιδιοκτήτης του ομώνυμου ξενοδοχείου και μεγάλος χορηγός της Πανδώρας. Ο Φανός οριοθετούνταν από 4 σαμάρια για άλογα που τοποθετούνταν στις τέσσερις γωνιές του Φανού και ελλείψει γειτονιάς  διοργανώθηκε 4-5 χρόνια μόνο υποστηριζόμενος μουσικά από τους μουσικούς της Τρανής Αυλής όπως τον Θανασάκη Μπίκα με το κλαρίνο του, με τον οποίο ήταν και κουμπάροι. Σ’ αυτόν συμμετείχαν και οι μανάβηδες, χονδρέμποροι φρούτων  που κρατούσαν αποθήκες φρούτων στην κάτω μεριά της πλατείας, όπως  ο Νίκος και Κώστας Γκλούμπος, ο Γιώργος Μαλούτας, ο Τακης Χατζημανώλης, ο Ζήσης Παπαντωνίου(πληρ).Πολλά χρόνια αργότερα το  1988, επί Δημαρχίας Παγούνη  του χορηγήθηκε και έπαινος για το Φανό που οργάνωνε.

 

(Πληροφορίες Τάσα Τσικριτζή, Γιάννης Πλόσκας, Ζολί Κυρατσού, Γιαννης Καραματσούκας, Ζήσης Παπαντωνίου).

 

Φανή Φτάκα Τσικριτζή
Κοζάνη, 27/2/2019

ΥΣ  Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους τους πληροφορητές για όσα μου εμπιστεύτηκαν γυρίζοντας πίσω στην παιδική ή πρώτη νεαρή τους ηλικία. Ευχαριστώ επίσης την κ. Μιμή Παπαδέλη, τη Νικολέττα Σκαρκαλά, την Κική Αγραφιώτη, τον κ. Νέστορα Δαραβάζο, τον κ. Αργύρη Γούσια, την κ. Περιστέρα Μαντώ, τον κ. Λάζαρο Τζιάτζιο, την κ. Τασα Τσιμηνάκη-Τσικριτζή, την κ. Καίτη Σεντουκά-Βουχάρα  για το φωτογραφικό υλικό που μου παραχώρησαν.